Ο καρπιαίος σωλήνας είναι μία στενή ‘δίοδος’ στην περιοχή του καρπού, που αποτελείται από οστά, συνδέσμους, μυς και τένοντες, μέσα από την οποία περνά το μέσο νεύρο, ένα από τα σημαντικότερα νεύρα της αισθητικότητας και κινητικότητας των δακτύλων του χεριού. Η επώδυνη παγίδευση του νεύρου αυτού μέσα στον καρπιαίο σωλήνα προκαλεί το ομώνυμο σύνδρομο.
Καρπιαίος σωλήνας
Tα συχνότερα συμπτώματα είναι πόνος στον καρπό, που μπορεί να ακτινοβολεί σε ολόκληρο το χέρι, ακόμα μέχρι τους ώμους και τον αυχένα. Ο πόνος επιδεινώνεται χαρακτηριστικά κατά τη διάρκεια της νύκτας ή νωρίς το πρωί, ενώ συχνά συνοδεύεται από μουδιάσματα κυρίως στα πρώτα 3 δάκτυλα του χεριού. Σε προχωρημένα στάδια μπορεί να εμφανιστεί μείωση της μυϊκής δύναμης του χεριού και ατροφία των μυών του αντίχειρα ως αποτέλεσμα της χρόνιας πίεσης του νεύρου.
Tο σύνδρομο του καρπιαίου σωλήνα είναι συχνότερο στις ηλικίες μεταξύ 30 και 60 ετών, ενώ οι γυναίκες το εμφανίζουν τρεις έως πέντε φορές συχνότερα από τους άνδρες. Η δυσαναλογία αυτή πιθανόν οφείλεται στην πιο στενή ανατομική κατασκευή στις γυναίκες του καρπιαίου συνδέσμου, της “οροφής” δηλαδή του καρπιαίου σωλήνα. Στο 50% των περιπτώσεων αφορά και τα δύο χέρια και είναι συχνότερο σε άτομα που εκτελούν χειρωνακτική εργασία.
Η διάγνωση του συνδρόμου βασίζεται κυρίως στα χαρακτηριστικά ενοχλήματα του ασθενούς, όπως επίσης και στα ευρήματα της κλινικής εξέτασης. Υποστηρικτικά της διάγνωσης είναι τα ευρήματα του νευροφυσιολογικού ελέγχου (ταχύτητα αγωγής του μέσου νεύρου, ηλεκτρομυογράφημα), τα οποία όμως στα αρχικά στάδια ενδέχεται να είναι και φυσιολογικά. Τελευταία διαγνωστική εξέλιξη αποτελεί ο υπέρηχος του μέσου νεύρου, ο οποίος μπορεί να αποκαλύψει παθολογικά ευρήματα ακόμα και στα πρώτα στάδια της νόσου
Ο υπέρηχος του καρπιαίου σωλήνα ήρθε να προστεθεί τα τελευταία χρόνια στα διαγνωστικά μέσα που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο νευρολόγος για τη διάγνωση του συνδρόμου. Αποτελεί μία σύγχρονη, ανώδυνη και απλή απεικονιστική μέθοδο, η οποία μπορεί να αποκαλύψει όχι μόνο την αιτία της παγίδευσης του νεύρου (π.χ. γάγγλια, θρομβώσεις αγγείων, πάχυνση του καρπιαίου συνδέσμου στα πλαίσια ενδοκρινοπαθειών), αλλά και να δώσει σημαντικές ανατομικές πληροφορίες για τον χειρουργό που θα πραγματοποιήσει τη χειρουργική αποσυμπίεση του νεύρου.
Mε βάση τα υπάρχοντα βιβλιογραφικά δεδομένα, o υπέρηχος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη διάγνωση του συνδρόμου του καρπιαίου σωλήνα, παρουσιάζοντας την ίδια ευαισθησία και ειδικότητα με το νευροφυσιολογικό έλεγχο. Η υπερηχογραφία του καρπιαίου σωλήνα αποκτά ιδιαίτερη σημασία στις περιπτώσεις όπου ο ασθενής περιγράφει άτυπα ενοχλήματα, μιας και δύναται να αποκαλύψει την αιτία πίεσης του μέσου νεύρου. Ως μέθοδος εμφανίζει το πλεονέκτημα ότι είναι ανώδυνη, γρήγορη και ακίνδυνη, ενώ μπορεί να επαναληφθεί σε τακτά χρονικά διαστήματα ή και μετεγχειρητικά για την παρακολούθηση της πορείας του ασθενούς.
Ανάλογα με τα κλινικά και εργαστηριακά ευρήματα (νευροφυσιολογικός έλεγχος ή/και υπέρηχος) και με κύρια κριτήρια τη βαρύτητα του συνδρόμου και τον περιορισμό της ποιότητας ζωής του ασθενούς, αποφασίζει ο νευρολόγος σε συνεργασία με τον ασθενή για τη συντηρητική ή χειρουργική θεραπεία του συνδρόμου.
Η συντηρητική θεραπεία περιλαμβάνει τη λήψη αντιφλεγμονωδών φαρμάκων ή την έγχυση κορτιζόνης με τη βοήθεια υπερήχου στον καρπιαίο σωλήνα. Η χειρουργική θεραπεία αφορά τις σοβαρότερες περιπτώσεις και περιλαμβάνει την αποσυμπίεση του νεύρου μέσω “ανοικτού” ή ενδοσκοπικού χειρουργείου.